Δεν ξέρω αν είναι φυσικές
του ανθρώπου οι μεταλλάξεις
(δεν απομένει τίποτα ανθρώπινο
να ψάξεις)

που να θυμίζει τις παλιές
δικές του ιστορίες
(μόνο το δέρμα του φιδιού
κινεί τις υποψίες)

πως πρόκειται για τον γνωστό
εκείνον που χες μάθει
(απ τα γνωστά ιδιαίτερα
ατομικά του πάθη)

Κάτι θυμίζει απ’ τα παλιά
(ο ξενιστής δουλεύει)
και η θύμηση τον γνώριμο
αγαπητό χαϊδεύει

Βαίνει προς ταυτοποίηση
σε άλλες περιπτώσεις
και παραμένει εκκρεμές
το τι μπορείς να σώσεις

Μονάχα εσύ καμάρι μου
παιδί μου του πελάγους
δεν χάνεις τα σημάδια σου
του φτερωτού μου πάθους

Φωνάζεις από μακριά
είμαι παιδί αγάπης
κι απ τα δεσμά της αγκαλιάς
δεν φεύγεις, να μην πάθεις..

Κάψαμε ότι βρήκαμε
βιάσαμε τα πάντα
την χώρα προχωρήσαμε
τραβώντας με ιμάντα

Τις τσέπες μεγαλώσαμε
ευρώ είναι γεμάτες
και φίλους αποκτήσαμε
που χουν μεγάλες πλάτες

Θα πω και εις ανώτερα
ο στόχος παραμένει
να μείνουμε ελεύθεροι
στον χρόνο που μας μένει

Μάνα ασκούσες κριτική
σε μένα το παιδί σου
οι τύψεις θα σε τυραννούν
χωρίς να είμαι μαζί σου

΄Εχω το μάτι του τρελού
γελάω όταν δεν πρέπει
μάρτυς μου είναι ο θεός
που αντέχει όσα βλέπει..

Πολλούς φακέλους άνοιξα, έναν για κάθε μέρα
και αυτοί να ζουν στον κόσμο τους (με ονομασία λέρα)
αντί για να συνετιστούν να μαζευτούν λιγάκι
«τούρκικο» πίνουν καφέ και εισπράττουν «παραδάκι»

Που βρέθηκαν όλοι μαζί στην χώρα μαζεμένοι
και πρέπει εγώ το θηλυκό (το τι τους περιμένει..)
να αποφασίσω για αυτούς, μπορεί για τα παιδιά τους
ενώ όλα μου τα γράφουμε συνέχεια στα απ αυτά τους.

αφού για να συμμορφωθούν δεν έχουνε ελπίδα
τους «θαρραλέους ποντικούς» θα πιάσω με παγίδα

θα βάλω μες τις τσέπες τους λιγάκι δυναμίτη
για να τους πέσει ή δυνατόν και η ψηλή η μύτη
και ύστερα σημαδεύοντας ευρώ τους δελεάζω
«οπεκεπε μανάρι μου» στο αυτί θα τους φωνάζω

Θα κλείσω σκουληκότρυπες και ύστερα θα ψεκάσω
τις κατσαρίδες με φτερά μήπως και τις φωλιάσω
οι 7 πληγές του Φαραώ αυτοί είναι για την χώρα
Πολύ μεγάλο μπλέξιμο ανάθεμα την ώρα..

Στα τόσα χρόνια μια φορά
θα σ’απογοητεύσω
τους κόπους της αγάπης μου
θα ήθελα να δρέψω
και θα σταθείς υπόλογος
εξήγηση θα δώσεις
χέρι γιατί δεν μου δωσες
και έφυγες πριν με σώσεις

κόλλησα σαν την μέλισσα
στου λουλουδιού την γύρη
το παρελθόν σου ύποπτο
και άρχισε να με φθείρει
ποιος ήσουν που κρυβόσουνα
γιατί δεν το χα νοιώσει
και δεν μπορεί ούτε ο θεός
τώρα να με γλυτώσει

στο βάλτο της απόγνωσης
περπάτησα για χρόνια
ήταν βαθιά η μοναξιά
χωρίς καμιά συμπόνοια
όμως μες τον καθρέφτη μου
το καθαρό μου βλέμμα
μου λέει ξέρεις να αγαπάς
εσύ δεν είσαι ψέμα

Ούτε σταγόνα από νερό, ξεράθηκε το στόμα
κι εγώ σαν τον βρυκόλακα να πιώ λιγάκι ακόμα
οι εφιάλτες το μυαλό συνέχεια βασανίζουν
τα δάση που «εκάηκαν» στον ύπνο μας μας βρίζουν
΄Εχω το ακαταλόγιστο μα αυτό δεν με πειράζει
κονδύλι ευρωπαϊκό για τις φωτιές φωνάζει
πως βάζουμε στον κορβανά το χέρι όταν πρέπει
να δώσουμε το κατιτίς όταν κανείς δεν βλέπει

Κατά διαβόλου σύμπτωση πως βγαίνουνε στην φόρα
και όλοι μας κράζουν αφειδώς, και όλους μας παίρνει η μπόρα
δίνουμε όπου θέλουμε, κάνουμε ότι μπορούμε
να την βολεύουν άριστα αυτοί που επιθυμούμε
τους πεινασμένους μην ακούς θα ψάξουν στα σκουπίδια
βαρέθηκα να εξηγώ τα ίδια και τα ίδια
νομίζουν πως διακοπές όπως εμείς θα κάνουν
αντί απλώς να επιζούν μέχρι που να πεθάνουν

Αυτά συμβαίνουν γενικά στο σπίτι στο λιβάδι
εμείς να ζούμε στην χλιδή, να βόσκει το κοπάδι
περνάει η ρουφιάνα η ζωή χωρίς να καταλάβεις
πόσο θα ρθει το επόμενο πακέτο (ευρωπαϊκό) που θα λάβεις
πως θα το διαχειριστείς, όλοι ευχαριστημένοι
να είναι απ τους κολλητούς, πατρίδα μου καημένη..

Σου ρθε κουτί το πρόσχημα
για να λιποτακτήσεις
κι ούτε στα μάτια να με δεις
ούτε να μου μιλήσεις

Τέτοιο φευγάτο ποντικό
μονάχα σε καράβι
βρίσκεις όταν βυθίζεται
που φεύγει να προλάβει

΄Εχω ψυχή και ανάστημα
ίσια μπροστά κοιτάζω
και να ριχτώ μες την φωτιά
που ανάβεις δεν δειλιάζω

Καταφύγιο σου ζητώ
μες την αγκαλιά σου
τίποτα λιγότερο
από τα φιλιά σου

Φύγανε τα χρόνια μας
και οι αναμνήσεις
το όνειρο ξεθύμανε
πίσω να γυρίσεις

Τότε που μου κράτησες
το ζεστό μου χέρι
να θυμάσαι μάτια μου
ήταν καλοκαίρι

Σου ‘ρθε κουτί το πρόσχημα
για να λιποτακτήσεις
κι ούτε στα μάτια να με δεις
ούτε να μου μιλήσεις

τέτοιο φευγάτο ποντικό
μονάχα σε καράβι
βρίσκεις όταν βυθίζεται
που τρέχει να προλάβει

Την τύχη σου που βρέθηκες
κοντά μου να δοξάζεις
κι αφού εξομολογηθείς
τράβα να μεταλάβεις

΄Εχω ψυχή κι ανάστημα
ίσια μπροστά κοιτάζω
και να ριχτώ μες την φωτιά
που ανάβεις δεν δειλιάζω

Λάδι την έβγαλες ξανά
σου βγάζω το καπέλο
άργησα μα κατάλαβα
το ψέμα πως δεν θέλω

Μόνο για μένανε θα ζεις
το βλέμμα όταν σηκώνεις
θα καίει η φλόγα το κορμί
όταν θα μ ανταμώνεις

΄Ετσι σκορπούσες την ζωή
μέσα στην αγκαλιά μου
και απλόχερα σου χάριζα
για χάδι την καρδιά μου

Οι μνήμες παραδόθηκαν
ομολογούν το λάθος
για όλα φταίει ο έρωτας
και του κορμιού το πάθος