Πολλά παπούτσια μάγεψαν
τα άπληστα τα μάτια
γόβες, μποτάκια, ξόδεψα
σαν να ‘ταν παιχνιδάκια
αλλά την φαντασία μου
τώρα την εξιτάρει
το δέρμα σου να φορεθεί
σε ένα απλό ζευγάρι

ο μόνος μου ενδοιασμός
χοντρόπετσος πως είσαι
κι όλο δεκάρες μου πετάς
και μου φωνάζεις ζήσε
και τότε παίρνω ανάποδες
το αίμα στο κεφάλι
που με έκανες να προσκυνώ
το μαύρο σου το χάλι

μόνο στον ύπνο τον βαθύ
παίρνει μορφή η σκέψη
και εύχομαι τα παπούτσια σου
ο σκύλος να μαζέψει..

Μες την χαράδρα θα σε ρίξω
τα αρκουδάκια να στηρίξω
στα όρια μπήκες τα δικά μου
θα προστατεύσω τα παιδιά μου

΄Εχει τους νόμους της η φύση
και όποιος τους καταπατήσει
μπορεί να χάσει την ζωή του
το μέλλον του την δύναμή του

Οι άνθρωποι θα με φοβούνται
και την μορφή μου θα θυμούνται
αν τύχει και με συναντήσουν
κι αν ζήσουν θα σταυροκοπιούνται

Θέλω τα αστεία μου τα καλαμπούρια μου
την σαχλαμάρα μου να τη νε πω
θέλω τα χάδια μου και την σφαλιάρα μου
απ’ την γυναίκα μου που αγαπώ

Θέλω τα ώπα μου θέλω τις τρέλες μου
θέλω τις τσάρκες μου στον ουρανό
κι όταν κατέβουμε απ’ το ιπτάμενο
δως μου το χέρι σου να το κρατώ

Είμαι λαλίστατος όταν με βλέπετε
μπουνιά κι αν έφαγα σας χαιρετώ
κι από το άγχος μου αν με κατάλαβαν
στις σκάλες τρέχοντας θα τσακιστώ..

Αχ τζιβαέρι μου φωτιά άναψε να με κάψεις
κι ύστερα μέσα στο γυαλί να βγεις και να με κλάψεις
τα αστέρια έχεις οδηγό για το ξεμπάζωμά σου
θα τρίζουνε τα κόκκαλα στην ραχοκοκαλιά σου

Αχ, αχ δόξα να χουν τα λεφτά σου
να αυξηθούν τα ακίνητά σου

Χαρά θεού τα λόγια σου στους συγγενείς που κλαίνε
τι λέει ετούτο το παιδί στο μεταξύ τους λένε
για υιοθεσία άξιο, βαράτε τα κανόνια
πολλά τα χρόνια αθροιστικά, ξεθύμανε η κολόνια

Φάτσα για τις απόκριες η μούρη η δική σου
και το χεις κάνει λάστιχο ντερέκι το κορμί σου..

Στο Χάρβαρντ πως σ’ αντέξανε (με τις κλωτσιές
να φύγεις) και ύστερα πάλι την οργή του κόσμου
να αποφύγεις

Τούτο δεν είναι δυνατό έλεγε να συμβαίνει
όπως σταυροκοπιότανε η μάνα η πονεμένη

(να σε έχουνε για αρχηγό να σε χειροκροτούνε
– αντί να γίνονται καπνός, μπροστά τους αν σε δούνε..)

Και υποκλίσεις κάνουμε και πίτες για σουβλάκια
όσο εσείς σωπαίνετε και κάνετε νανάκια
πως είσαστε για λύπηση είναι κοινό τοις πάσι
και δεν υπάρχει κουρελού την γύμνια να σκεπάσει

Όλα κυλάνε ρόδινα μέσα στην φαντασία
η σήψη όμως μαίνεται μέσα στην «ηγεσία»
σχέδια υποχθόνια έχουμε καταστρώσει
και των παιδιών σας οι αυλές έχουνε ερημώσει

Σας φάγαμε τα σωθικά θανάτου αποφάγια
και γίνεται έξω της τρελής με δολοφόνων σκάγια
όλο ρωτάει την μάνα του ο γυιός της πως θα ζήσει
μα αυτή δεν έχει τίποτα για να του απαντήσει

Μαύρα σκουλήκια βρώμικα στο χώμα πατημένα
θα πρεπε να βρισκόντουσαν αυτοί αντί για σένα
μην αναβάλεις για αύριο το σύμπαν σε σκουντάει
«σήκω ακατανόμαστε το χάλι σου που πάει;»

Πόσους θανάτους θα εισπράξεις
μέχρι να εξοικειωθείς
εκείνο τότε το φαρμάκι
ότι δεν έπρεπε να πιεις

΄Εκλαιγαν οι μοιρολογίστρες
σε απειλούσαν οι δοτοί
κάνε το θαύμα σου θεέ μου
να φάνε σύριγγα στο αυτί

Πως την αντέχεις την απάτη
έξω το μέσα σου να βγει
αυτοί που σου ‘κοψαν το νήμα
να σου μιλάνε για ζωή

«Συντάξεις» σας τις κόψαμε γιατί ήτανε μεγάλες
και μας αρμόζει δίκαια να εισπράξουμε «ροχάλες»

Το πως θα είναι εφικτό παπούτσια από ελάφι
στα πόδια μας να βάζουμε είναι μεγάλο αγκάθι

ερώτημα που απάντηση φιλοδοξεί να πάρει
μέχρι να γίνει αντιληπτό πως θέλουμε στυλιάρι

Ελλειποβαρείς οι υποσχέσεις σου
τότε που τις έδωσες θυμάσαι
ντρέπομαι που ήταν όλα ψέματα
και εσύ θα ‘πρεπε να σε λυπάσαι

Είχα την ασπίδα μες τα χέρια μου
για να αποκρούω επιθέσεις
εσύ έψαχνες την ώρα την κατάλληλη
όπως τον τρελό για να με δέσεις

Τέρμα τώρα όλα τα στοιχήματα
έχω πληγωμένες διαθέσεις
το άλογο θα βγει από την κούρσα σου
στον αέρα όλες οι προβλέψεις

Το αντίο έσβησε απ’ τα χείλη σου
σαν ένα χαρτί τσαλακωμένο
πες το περιττό και αλαφροΐσκιωτο
εγώ το ονομάζω πεπρωμένο

΄Ηρθες στην ζωή μου εν αγνοία μου
και η ιστορία μου στο όνομά σου
έχει σαν σφράγισμα κλειδώσει
μα ποιος να το λεγε τα ψέματα
της μοίρας δέματα
πως δεν μπορεί κανείς να τα σηκώσει

Ήρθες κι όταν έφυγες την πόρτα μου
κλείδωσα και άφησα κλειστή
μέσα στο μυαλό η ιστορία σου
και η απουσία σου
δεν το μπορεί ποτέ να ξεχαστεί

Είσαι μια βροχή αργή, μονότονη
μόνο το φθινόπωρο θυμίζει
είμαι πρόβατο που πάλι χάθηκε
και ο χρόνος το ξεκοκαλίζει